καρμίνι

καρμίνι
το
βαθυκόκκινο χρώμα που λαμβάνεται με βρασμό αφεψήματος κοχενίχλης και στυπτηρίας και χρησιμοποιείται στη βαφική, τη ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και τη ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”